γραφικός

γραφικός
-ή, -ό (AM γραφικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» — υλικά για γράψιμο
β. «γραφικός κάλαμος» — καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν)
2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» — λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά την αντιγραφή
3. εκείνος που μνημονεύεται στην Αγία Γραφή («γραφικό ρητό», «γραφικόν ῥητόν», «ο γραφικός Σολομών»)
4. (για τοπία, διηγήσεις, ανθρώπους κ.λπ.) εκείνος ο οποίος δίνει την εντύπωση εικόνας, ο παραστατικός ή ο άξιος, ο κατάλληλος να παρασταθεί ή να απεικονιστεί (α. «γραφικό τοπίο» β. «γραφικός τύπος» γ. «ὑπόθεσις γραφική» — αντικείμενο περιγραφής)
5. το ουδ. εν. ως ουσ. το γραφικό (AM το γραφικόν)
χωρίο τής Αγίας Γραφής
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γραφικά
η αμοιβή τού γραφέα ή τού αντιγραφέα για συγκεκριμένη εργασία.
2. φρ. «ο γραφικός χαρακτήρας»
(το σύνολο τών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τής γραφής κάποιου (η μορφή και η σύνδεση τών γραμμάτων, οι τόνοι, οι αποστάσεις τών γραμμών κ.λπ.)
αρχ.
1. ικανός, επιδέξιος στο γράψιμο
2. το θηλ. ως ουσ. η γραφική, η ζωγραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή, με περαιτέρω συσχετισμό προς το γράφω. Είναι ενδιαφέρουσα η σημασιολογική εξέλιξη τού γραφικός. από τη σημ. «ο σχετικός με τη γραφή», στη σημ. «αυτός που μπορεί να απεικονιστεί γραφικά», «αυτός που δίνει την εντύπωση εικόνας», για να καταλήξει στη σημασία «ωραίος, εκφραστικός, παραστατικός, θελκτικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γραφικός — capable of drawing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη γραφή: Αυτός δεν είναι ο γραφικός μου χαρακτήρας. 2. αυτός που αναφέρεται στη ζωγραφική απεικόνιση: Γραφικές τέχνες. 3. αυτός που έχει ιδιαίτερη παρουσία, παραστατικός: Περάσαμε τις γιορτές σ’ ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραφικά — γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc pl γραφικά̱ , γραφικός capable of drawing fem nom/voc/acc dual γραφικά̱ , γραφικός capable of drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφικώτερον — γραφικός capable of drawing adverbial comp γραφικός capable of drawing masc acc comp sg γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφικῶν — γραφικός capable of drawing fem gen pl γραφικός capable of drawing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφικόν — γραφικός capable of drawing masc acc sg γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφικώτατα — γραφικός capable of drawing adverbial superl γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφικαῖς — γραφικός capable of drawing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφικαί — γραφικός capable of drawing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφικοῖο — γραφικός capable of drawing masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”